- αεροδονητος
- ἀεροδόνητοςἀερο-δόνητος2парящий в воздухе
(ἀναβολαί Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀναβολαί Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αεροδόνητος — η, ο (Α ἀεροδόνητος, ον) αυτός που δονείται, που σείεται από τον αέρα αρχ. αυτός που τινάζεται από τον αέρα σε μεγάλο ύψος, που ανεβαίνει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + δονῶ] … Dictionary of Greek
ἀεροδονήτους — ἀεροδόνητος air tossed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek